κράνας

κράνας
κρά̱νᾱς , κραίνω
ṇ-y
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
κρά̱νᾱς , κρήνη
well
fem acc pl (doric)
κρά̱νᾱς , κρήνη
well
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”